μέσους

μέσους
μέσος
b
masc acc pl
μεσόω
to be in
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Карникс — лат. Carnyx …   Википедия

  • ADMEZATORES — in Regno Neapolitano et Sicilia, Arbitri sunt ex privatorum consensu electi, ad decidendas supremô iure quaestiones et lites, qui nullam aliam iurisdiclionem habebant, nisi quae ab eligentibus conferebatur eisdem, ut est in Constitut Friderici l …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BALIUS — I. BALIUS Achillis equus, apud Homerum Il. 7. v. 400. Ξάνςθε τε καὶ Βαλίε, τηλεκλυτὰ τέκνα Ποδάργης, Xantheque et Balie, celebres filii Bodarces; quae una ex Harpyiis, Zephyro iuncta eos peperit. Caspar. Barthius Animadvers. ad Thebaid. l. 6.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • επίμεσος — η (Α ἐπίμεσος, ον) [μέσος] νεοελλ. η μεσοκάθετος αρχ. 1. ο μέσης ηλικίας, ο μεσόκοπος 2. φρ. «ἐπίμεσα ῥήματα» τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και ποτέ ενεργητικούς) και δηλώνουν ή ενέργεια μόνο (και όχι «πάθος») ή πάθος …   Dictionary of Greek

  • μεθαρμόζω — (Α μεθαρμόζω και αττ. τ. μεθαρμόττω) μεταβάλλω, αναπροσαρμόζω, μετατρέπω, αλλάζω αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι, ιδίως προς το καλύτερο, διορθώνω, επανορθώνω («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.) 2. μέσ. μεθαρμόζομαι… …   Dictionary of Greek

  • παραγοντικός — ή, ό φρ. «παραγοντική ανάλυση» μαθημ. στατιστική τεχνική κατά την οποία ένας μεγάλος αριθμός μεταβλητών σε πειραματικά δεδομένα περιορίζεται σε έναν μικρότερο αριθμό υποθετικών μεταβλητών, που αποτελούν σταθμικούς μέσους τών αρχικών μεταβλητών …   Dictionary of Greek

  • πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”